- συμβολιμαίος
- -αία, -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) «συμβόλαιος».[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολ-ιμαῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβολιμαίου — συμβολιμαῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβολιμαίας — συμβολιμαίᾱς , συμβολιμαῖος fem acc pl συμβολιμαίᾱς , συμβολιμαῖος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)